- υπαυχένιος
- -α, -ον, ΜΑ, θηλ. και -ος Α1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον αυχένα («κόμη... πολλὴ καὶ ὑπαυχένιος... ἐπεκύμαινε», Ηλιόδ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπαυχένιονπροσκέφαλο, μαξιλάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + αὐχήν, -ένος + κατάλ. -ιος (πρβλ. παρ-αυχέν-ιος, περιαυχέν-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.